Αρκετοί από εμάς το βιώνουν καθημερινά χωρίς να γνωρίζουν ούτε τι είναι ούτε ότι υπάρχουν και άλλοι σε παρόμοια κατάσταση: Αναφερόμαστε σ’ αυτό το αίσθημα ανεπάρκειας, μειονεξίας ή και φόβου που συνοδεύει τις επιτυχίες μας, ακόμα και όταν υπάρχουν αποδείξεις που δείχνουν το αντίθετο. Αυτό ακριβώς είναι το «σύνδρομο του απατεώνα», όταν δηλ. δεν μπορούμε να απολαύσουμε τις επιτυχίες και την πρόοδό μας υπό την ανησυχία ότι μπορεί να ξεσκεπαστούμε και να αποκαλυφθεί πως ό,τι καλό καταφέραμε ήταν αποτέλεσμα απάτης ή τύχης, στην καλύτερη περίπτωση.
Είναι αυτή η εσωτερική φωνή που μας λέει «σιγά, πήρα τη δουλειά επειδή δεν υπήρχαν πολλοί υποψήφιοι», «ολοκλήρωσα το έργο εγκαίρως γιατί δεν ήταν σημαντικό», «πάει καλύτερα η επιχείρησή μου γιατί έτυχε και με προτίμησαν 2-3 πελάτες», «θα καταλάβουν στην ομάδα μου ότι δεν κάνω γι’ αυτή τη θέση και θα με απορρίψουν» και άλλες παρόμοιες περιοριστικές σκέψεις που υπονομεύουν την αυτοπεποίθηση μας και το κυριότερο, αλλοιώνουν την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας και την αξία μας, φοβούμενοι ότι κάποιος «θα μας καταλάβει» και θα μας ξεσκεπάσει ως απατεώνες.
Το «σύνδρομο του απατεώνα» περιγράφηκε πρώτη φορά από τις ψυχολόγους Pauline Clance και Suzanne Imes το 1978, όταν παρατήρησαν ότι ανεξάρτητα από τις εξωτερικές αποδείξεις των επιτυχιών τους, πολλές γυναίκες πίστευαν ότι δεν ήταν αρκετά έξυπνες και ότι ήταν υπερεκτιμημένες από τους άλλους. Πλέον, με βάση τις τελευταίες έρευνες, εκτιμάται ότι το συγκεκριμένο σύνδρομο θα επηρεάσει το 70% των ανθρώπων , τουλάχιστον μία φορά στην επαγγελματική τους πορεία, χωρίς διαφοροποίηση ανάμεσα στα δύο φύλα, ανάμεσα σε επαγγέλματα και θέσεις ιεραρχίας. Δηλαδή, μπορεί να επηρεάσει ένα διευθύνοντα σύμβουλο, έναν υπάλληλο γραφείου, έναν επαγγελματία, έναν καλλιτέχνη, ένα φοιτητή κτλ.
Η άγνοια του συνδρόμου ή και η έλλειψη αντιμετώπισής του, δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο που οδηγεί το άτομο σε χαμηλή αυτοπεποίθηση, ντροπή, ενοχή, φόβο και γενικώς σ’ ένα κρύψιμο από τον κόσμο, στερώντας του έτσι νέες εμπειρίες, προβολή του έργου του, διεκδίκηση καλύτερων συνθηκών, παρόλο που συνεχίζει να παλεύει, να εργάζεται, να πετυχαίνει αποτελέσματα.
Τι μπορεί να γίνει; Αρχικά να αναγνωριστεί από το άτομο και να αρχίσει να το επεξεργάζεται ή ακόμα και να μοιράζεται τις σκέψεις του, αν όχι με κάποιον ειδικό, με κάποιον που εμπιστεύεται. Να αναγνωρίζει και να καταγράφει τις επιτυχίες τους, τις αληθινές επιτυχίες του, όχι μόνο αυτές που θα έβαζε στο βιογραφικό του. Να δέχεται τα θετικά σχόλια που του κάνουν. Να αλλάξει τον τρόπο που σκέφτεται για τον εαυτό του και που αντιλαμβάνεται τις επιτυχίες του. Να αποδεχτεί ότι οι σούπες ήρωες είναι μόνο στα παραμύθια και ότι η τελειομανία έχει τα όριά της. Να αποφεύγει να συγκρίνει τον εαυτό του με τους άλλους, γιατί ποτέ δεν ξέρει την αλήθεια του άλλου παρά μόνο αυτή που αναγνωρίζει.
Είναι ωφέλιμο να ελέγχουμε τις πράξεις μας. Όταν όμως φτάνουμε στο σημείο να υποτιμάμε και να απαξιώνουμε τις επιτυχίες μας, τότε στρεφόμαστε εναντίον του εαυτού μας. Όπως χρειάζεται να μαθαίνουμε μέσα από τις αποτυχίες μας, έτσι μπορούμε να μαθαίνουμε και μέσα από τις επιτυχίες μας. Ας εκτιμήσουμε αυτό που είμαστε, αυτό που έχουμε πετύχει και αυτό που έχουμε, ακόμα, να προσφέρουμε. Έτσι θα πατάμε γερά στα πόδια μας, χωρίς να κρυβόμαστε και χωρίς να ανησυχούμε.